- ύστριξ
- ο, η / ὕστριξ, -ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, -ιγγος, Α(λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται από μια πανοπλία από επιμήκη, ελαστικά αγκάθια στη ράχη και στην ουράαρχ.1. όργανο βασανισμού, πιθ. μαστίγιο2. στον πληθ. ὕστριχεςοι σκληρές τρίχες τού χοίρου, οι γουρουνότριχες.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ., ο οποίος εμφανίζει ως β' συνθετικό τη λ. θρίξ, τριχός (το -τ- τού τ. ὕσ-τριξ, αντί τού αναμενόμενου για έναν τ. ονομαστικής -θ-, πρβλ. ἁπαλό-θριξ, κατ' επέκταση από τις πλάγιες πτώσεις) παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ως προς το α' συνθετικό του. Σύμφωνα με την αρχαιότερη (πιθ., όμως, παρετυμολογική) ερμηνεία, η λ. ὕσ-τριξ με αρχική σημ. «με τρίχες χοίρου» πρέπει να συνδεθεί με την λ. ὗς, άποψη η οποία θεωρείται πιθανή από σημασιολογική πλευρά, παρουσιάζει, όμως, ορισμένες δυσχέρειες σε σχέση με τη μορφή υσ- τού α' συνθετικού αντί τών υ- ή υο-, μορφές με τις οποίες απαντά η λ. ὗς στα σύνθετά της (πρβλ. ὑ-φορβός / ὑο-φορβός). Νεώτεροι μελετητές, με την αποδοχή μιας ενδιάμεσης σημ. «με σηκωμένες, όρθιες τρίχες» για την λ. ὕστριξ, ανάγουν το α' συνθετικό στον ΙΕ τ. *ud «προς τα πάνω, προς τα έξω» (βλ. λ. ύστερος, ὗ), χωρίς, όμως, να υπάρχει στην Ελληνική άλλο παράδειγμα παρόμοιας σημασιολογικής εξέλιξης μιας τέτοιας ρίζας το οποίο θα μπορούσε να στηρίζει την άποψη αυτή].
Dictionary of Greek. 2013.